- μπεκρόμουτρο
- τό1) пьяная рожа; 2) пьяница, пьянчуга, алкоголик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπεκρόμουτρο — το 1. πρόσωπο μπεκρή 2. (κατ επέκτ.) μπεκρής, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + μούτρο] … Dictionary of Greek